- βομβάξ
- βομβάξ (Α)(ειρων. επιφώνημα) καταπληκτικός! περίφημος![ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα που δημιουργήθηκε βάσει της λ. βόμβος* με στόχο την ειρωνική μίμηση του πομπώδους ύφους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βομβαλοβομβάξ — (Α) (επιφών. ειρων.) βομβάξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βομβάξ, με αναδιπλασιασμό] … Dictionary of Greek